ελεγειογράφος

ελεγειογράφος
ο
ποιητής που γράφει ελεγείες, ελεγειοποιός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ελεγειογράφος — ο (AM ἐλεγειογράφος) αυτός που συνθέτει ελεγείες …   Dictionary of Greek

  • ἐλεγειογράφοις — ἐλεγειογράφος writer of elegies masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγειογράφον — ἐλεγειογράφος writer of elegies masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγειογράφου — ἐλεγειογράφος writer of elegies masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγειογράφων — ἐλεγειογράφος writer of elegies masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ελεγειακός — ή, ό (Α ἐλεγειακός, ή, όν) 1. (για στίχο) αυτός που ανήκει στο ελεγείο από την άποψη τού μέτρου («ελεγειακό πεντάμετρο», «πεντάμετρον ἐλεγειακόν», «ελεγειακός στίχος» ο δακτυλικός πεντάμετρος στίχος υυ| υυ| | υυ| υυ| 2. φρ. «ελεγειακός ποιητής» ή …   Dictionary of Greek

  • ελεγειοποιός — ἐλεγειοποιός, ο (Α) ο ελεγειογράφος …   Dictionary of Greek

  • Κριναγόρας — (1ος αι. π.Χ.). Λέσβιος ελεγειογράφος. Είχε σταλεί στη Ρώμη ως πρεσβευτής της πατρίδας του. Έγραψε πολλά επιγράμματα, δείγματα από τα οποία υπάρχουν στην Παλατινή Ανθολογία …   Dictionary of Greek

  • ελεγειοποιός — ο ο ελεγειογράφος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”